- ξηραλοιφία
- ξηραλοιφία, ἡ (Μ) [ξηραλοιφώ]επάλειψη τού σώματος τών παλαιστών με λάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηραλοιφία — ξηραλοιφίᾱ , ξηραλοιφία rubbing dry with oil fem nom/voc/acc dual ξηραλοιφίᾱ , ξηραλοιφία rubbing dry with oil fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)